- ἀδιάστολος
- ἀ-διά-στολος, nicht gesondert, unbestimmt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάστολος — not distinguished masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάστολος — η, ο (Α ἀδιάστολος, ον) [διαστέλλω] αυτός που δεν διαστέλλεται ή δεν διαφοροποιείται από άλλον, μη ευδιάκριτος, συγκεχυμένος, αόριστος … Dictionary of Greek
ἀδιαστόλως — ἀδιάστολος not distinguished adverbial ἀδιάστολος not distinguished masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάστολον — ἀδιάστολος not distinguished masc/fem acc sg ἀδιάστολος not distinguished neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαστόλοις — ἀδιάστολος not distinguished masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάστολα — ἀδιάστολος not distinguished neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάστολοι — ἀδιάστολος not distinguished masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)